Το 2019, η παγκόσμια φωτογραφική κοινότητα ήταν βαθιά θλιμμένη από την απώλεια ενός από τους σπουδαιότερους φωτογράφους της Ελλάδας, του Γιάννη Μπεχράκη.
Ο Γιάννης Μπεχράκης έφυγε πολύ νωρίς από τη ζωή σε ηλικία 58 ετών, έχοντας ήδη περάσει πολλά χρόνια στην κορυφή του φωτορεπορτάζ.
Λίγες μόλις μέρες μετά τον θάνατό του, έγραψα ένα άρθρο στο pttl.gr περιγράφοντας λεπτομερώς τη συνάντησή μου με τον Γιάννη και τη σημαντική επιρροή που άσκησε πάνω μου, τόσο ως άτομο όσο και ως φωτογράφο.
Σήμερα, την 5η επέτειο από τον θάνατό του, μοιράζομαι αυτό το κείμενο στο blog μου γιατί πιστεύω ότι, αν και τα λόγια μου εκείνη την εποχή επηρεάστηκαν συναισθηματικά από την απώλειά του, παραμένουν μια ειλικρινή καταγραφή των συναισθημάτων μου για τον άνθρωπο και τον φωτογράφο.
Το μόνο που θα ήθελα να προσθέσω είναι ότι πραγματικά πιστεύω ότι ο Γιάννης είχε πολλά περισσότερα να προσφέρει στην παγκόσμια φωτογραφική κοινότητα και την κοινωνία μας. Λυπάμαι που νέοι και φωτογράφοι δεν θα έχουν την ευκαιρία να τον γνωρίσουν και να ακούσουν από πρώτο χέρι τη φιλοσοφία του, ως ανθρώπου και ως φωτογράφου.
Θα ήθελα επίσης να μοιραστώ μια μικρή ιστορία, που δεν έχω μοιραστεί και δείχνει τι άνθρωπος ήταν ο Γιάννης. Την ώρα που πρόσφυγες και μετανάστες περνούσαν από την Ειδομένη της Ελλάδας, προσπαθώντας να ταξιδέψουν στη Βόρεια Ευρώπη, ήμουν εθελοντής στον καταυλισμό, μεταφέροντας τρόφιμα και ρούχα. Εκείνη την εποχή, δεν είχα μαζί μου τη φωτογραφική μηχανή μου, καθώς σκοπός ήταν αποκλειστικά να βοηθήσω όσους προσπαθούσαν να κάνουν το ταξίδι τους. Ωστόσο, αφού η κυβέρνηση της Βόρειας Μακεδονίας αποφάσισε να περιορίσει τη διέλευση από το έδαφός της και να ελέγξει ποιος ταξίδευε, και οι ελληνικές αρχές επέλεξαν να περιορίσουν την πρόσβαση των εθελοντών υπέρ της βοήθειας των ΜΚΟ στον καταυλισμό, ένιωσα υποχρεωμένος να καταγράψω την κατάσταση με την κάμερά μου. Φυσικά, ο Γιάννης ήταν ήδη εκεί και κάλυπτε τα γεγονότα για το Reuters. Εκείνες τις λίγες μέρες που ήμουν εκεί, όχι μόνο είχα την ευκαιρία να τον δω εν δράσει, αλλά και να δω την ανθρώπινη του πλευρά. Θυμάμαι ξεκάθαρα ένα περιστατικό όταν μια έγκυος λιποθύμησε. Κάποιος έσπευσε να καλέσει τους γιατρούς, αλλά εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Γιάννης, χωρίς δισταγμό, έτρεξε να βοηθήσει τη γυναίκα και έμεινε μαζί της μέχρι να φτάσει η ιατρική βοήθεια. Αυτή η στιγμή είναι αξέχαστη για μένα και απαντά στο μακροχρόνιο ερώτημα εάν ένας φωτορεπόρτερ είναι εκεί μόνο για να απαθανατίσει τα γεγονότα ή αν πρέπει να βοηθήσει όταν μπορεί.

Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο pttl.gr στις 5 Μαρτίου 2019.
Μάλλον είναι πολύ λίγοι όσοι θα μπορούσαν να μιλήσουν για τον Γιάννη, ως φωτογράφο και ως άνθρωπο και ίσως να μην είμαι ο πιο κατάλληλος. Παρόλα αυτά θέλω να γράψω κάποια πράγματα για τον Γιάννη, τα οποία πιστεύω ότι πρέπει να ειπωθούν έστω και με την συναισθηματική φόρτιση της απώλειας του, γιατί είναι πράγματα που δεν θα αλλάξουν ακόμα και αν χρειαζόταν να ειπωθούν μετά από χρόνια.
Τον Γιάννη τον γνώρισα από κοντά τον Νοέμβριο του 2012, όταν συμμετείχα στο πρώτο workshop φωτορεπορτάζ το οποίο παρέδωσε και το οποίο διοργανώθηκε από το Ελληνικό Κέντρο Φωτογραφίας, στην Αθήνα.
Αν και δεν είχα καμία σχέση με το φωτορεπορτάζ, φωτογραφίζοντας κυρίως επαγγελματικά εκδηλώσεις, γάμους και όλα τα συναφή που κάνει η πλειοψηφία των φωτογράφων στην Ελλάδα για να βιοποριστεί, μόλις είδα την ανακοίνωση της διοργάνωσης του workshop δεν το σκέφτηκα καθόλου. Ήθελα να μάθω τι χρειάζεται για να γίνεις φωτορεπόρτερ, ένα είδος που δεν είχα ακουμπήσει καθόλου φωτογραφικά και τι καλύτερο από το να το μάθεις από ένα ειδικό του είδους, τον διευθυντή του φωτογραφικού τμήματος του Reuters στην Ελλάδα και πολυβραβευμένο Γιάννη Μπεχράκη. Άλλωστε ως φωτογράφοι πρέπει συνεχώς και πάντα να εξερευνούμε τα διάφορα είδη φωτογραφίας και να δοκιμάζουμε τις δυνάμεις μας, καθώς ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις αν μπορείς να κάνεις κάποιο είδος φωτογραφίας και πόσο καλά.
Ακόμα και τώρα δεν μπορώ να βρω λέξεις για να περιγράψω την πρώτη μου επαφή με τον Γιάννη.
Οι τέσσερις ημέρες που πέρασαν στην ίδια αίθουσα μαζί του μου φάνηκαν αιώνες, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που βρισκόμουν σε ένα θρανίο και δεν ευχόμουν να τελειώσει το μάθημα.
Προσωπικά δεν έχω είδωλα και πρότυπα, καθώς πιστεύω ότι ο κάθε άνθρωπος θα πρέπει να κυνηγάει να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Θαυμάζω όμως πάρα πολύ και πολλές φορές ζηλεύω, όσους ανθρώπους καταφέρνουν να αλλάξουν τον κόσμο μας προς το καλύτερο βοηθώντας άλλους ανθρώπους ή παρακινούν με το τρόπο τους τους άλλους να βοηθήσουν και προσπαθούν για αυτό με όλες τους τις δυνάμεις.

Και νομίζω ότι ο Γιάννης είναι ο καλύτερος Έλληνας φωτογράφος της εποχής μας και από τους πιο σημαντικούς φωτογράφους στον κόσμο ακριβώς για αυτό. Οι εικόνες του, ο τρόπος που αποτυπώνει τις στιγμές άλλων ανθρώπων ή καταστάσεων έχει ως αποτέλεσμα ο θεατής να θέλει να βοηθήσει να αλλάξουν τα πράγματα, να τελειώσει το δράμα που ζουν εκατομμύρια άνθρωποι σε διάφορες γωνιές του πλανήτη. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος άλλος φωτογράφος στην χώρα μας που ο αντίκτυπος των εικόνων του να έχει τόση δύναμη σε τόσο πολύ κόσμο. Και αυτό φάνηκε ειδικά τα τελευταία χρόνια με το προσφυγικό δράμα στα νησιά του Αιγαίου και στην Ειδομένη, όταν δεκάδες Έλληνες και ξένοι εθελοντές αποφάσισαν να βοηθήσουν, πολλοί από αυτούς έχοντας δει τις εικόνες του Γιάννη.
Άλλωστε για μένα ο Γιάννης έχει περιγράψει με τον καλύτερο τρόπο το επάγγελμα του φωτορεπόρτερ λέγοντας ότι ως φωτορεπόρτερ είναι στην καρδιά των πιο δύσκολων γεγονότων για να αποτυπώσει την πραγματικότητα και να την προβάλλει σε όλο τον κόσμο, ώστε ποτέ κανείς να μην μπορεί να πει “δεν γνώριζα”. Η αποστολή του είναι να αφηγηθεί την ιστορία, ώστε εμείς, οι θεατές, να αποφασίσουμε τι θέλουμε να κάνουμε για αυτό, ελπίζοντας να θέλουμε να κάνουμε κάτι καλό ώστε να σταματήσει ο πόνος και η δυστυχία.
Η φιλοσοφία αυτή για μένα περιγράφει ακριβώς τον τρόπο που και εγώ προσωπικά αντιλαμβάνομαι το λειτούργημα του φωτορεπόρτερ. Γιατί το να γνωρίζεις τι γίνεται στον κόσμο δυνητικά σε ωθεί στο να δράσεις.
Ο Γιάννης δεν σε κέρδιζε μόνο με τις φωτογραφίες του (αυτό είναι αυτονόητο για όσους ασχολούνται με την φωτογραφία σε οποιοδήποτε επίπεδο), σε κατακτούσε με τον λόγο του, τις κινήσεις των χεριών του, την στάση του σώματος του, την κοσμοθεωρία του, την θέληση του να μην περάσει απλά από τον πλανήτη αλλά να προσπαθήσει να κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να βοηθήσει τους άλλους, τους λιγότερους τυχερούς και κατατρεγμένους.
Φυσικά δεν θα ξεχάσω το φωτογραφικό σοκ που ένιωσα (όπως φαντάζομαι και η πλειοψηφία όσων έχουν παρακολουθήσει κάποια παρουσίαση του) όταν ξεκινώντας το workshop μας έδειξε τις εικόνες του και μας εξηγούσε σε κάθε εικόνα, τις συνθήκες λήψης και τον τρόπο που σκέφτηκε πριν πατήσει το κουμπί της μηχανής. Το φοβερό βέβαια ήταν ότι το αρχικό σοκ συμπλήρωνε ακόμα ένα μεγαλύτερο, όταν αφού έβλεπε τις εικόνες που είχαμε βγάλει οι μαθητές του μέσα στη μέρα, στα πλαίσια του workshop και του θέματος που μας είχε δώσει, την ελληνική κρίση, αμέσως καταλάβαινε τι θέλαμε να πούμε με την κάθε φωτογραφία και μας έδινε τις κατάλληλες οδηγίες για να γίνει αυτή η φωτογραφία καλύτερη (κάτι που μαρτυρά το πόσο καλά ήξερε το μέσο της φωτογραφίας). Ήταν η στιγμή που έλεγες από μέσα σου, πως ήξερε τι ήθελα να πω με την φωτογραφία; ενώ παράλληλα διαπίστωνες ότι οι οδηγίες του πράγματι θα οδηγούσαν σε μία πολύ καλύτερη εικόνα. Το τρίτο σοκ ήταν όταν μας εξηγούσε την ηθική του φωτορεπορτάζ και ότι ο φωτορεπόρτερ σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να χάνει την ουδετερότητα του ή να επεμβαίνει στο περιβάλλον του, αλλά πρέπει να είναι στην καρδιά των γεγονότων μόνο για να καταγράφει την αλήθεια όπως του παρουσιάζεται, την οποία πρέπει να αναζητά μέσω έρευνας απαλλαγμένος από τις προσωπικές του αντιλήψεις.
Σίγουρα οι πολύ καλοί μου φίλοι, ο Δημήτρης και η Κατερίνα, που με φιλοξένησαν για 4 βράδια στο σπίτι τους στο Περιστέρι για όλη τη διάρκεια του workshop, μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι στο τέλος κάθε ημέρας τους περιέγραφα την επαφή μου με τον Γιάννη ως ο μεγαλύτερος οπαδός ενός μεγάλου αθλητή που θα τον ακολουθούσε τυφλά σε κάθε βήμα του.
Αυτός ακριβώς πιστεύω είναι ο αντίκτυπος της παρουσίας και του έργου του Γιάννη σε όσους τον γνωρίσανε από κοντά. Σε έκανε αμέσως όχι μόνο φίλο του αλλά και οπαδό του (νομίζω ότι όσοι τον ξέραμε χαρήκαμε σαν να είχαμε κερδίσει εμείς το Pulitzer του 2016).
Από την γνωριμία μας και μετά δεν θα ξεχάσω ότι τις πέντε με έξι φορές που βρεθήκαμε από κοντά τα επόμενα χρόνια, πάντα με χαιρετούσε με χαμόγελο και μία ζεστή αγκαλιά και ας με είχε μαθητή του μόνο για 4 ημέρες. Όσες φορές του ζήτησα βοήθεια, είτε να είναι κριτής σε διαγωνισμό φωτογραφίας για το pttlgr, είτε να δει τις εικόνες μου και να μου πει την γνώμη του, ποτέ δεν μου είπε δεν μπορώ ή δεν έχω χρόνο. Όσο περνούσε από το χέρι του θα σε βοηθούσε.

Στην Ειδομένη το 2015 είχα την μοναδική τύχη να τον συναντήσω επί το έργο και να τον δω με κρεμασμένες τις δύο μηχανές να καλύπτει την αγωνία της προσφυγιάς. Αργότερα το 2016 και αφού είχε βραβευτεί με το Πούλιτζερ για τις εικόνες του από το προσφυγικό δράμα, βρέθηκα στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης, ένας από τους δεκάδες φίλους της φωτογραφίας και των εικόνων του, οι οποίοι γέμισαν ασφυχτικά κάθε γωνιά για να τον ακούσουν για ακόμα μία φορά να μιλάει για τις εμπειρίες του, το έργο του και τη φιλοσοφία του. Πάντα μου άρεσε να βλέπω τις αντιδράσεις των άλλων όταν ερχόταν για πρώτη φορά σε επαφή μαζί του και με τις εικόνες του, γιατί μου θύμιζαν τις δικές μου αντιδράσεις όταν τον πρωτογνώρισα, δέος και θαυμασμός.
Ο Γιάννης μπορεί να μην είναι πια μαζί μας και αν και έφυγε πολύ νωρίς νομίζω ότι εκπλήρωσε το όνειρο του, να επηρεάσει θετικά όσους ήρθαν σε επαφή μαζί του ή με τις εικόνες του. Νομίζω ότι άφησε μία βαριά κληρονομιά για όλο το φωτογραφικό κόσμο και όχι μόνο για το χώρο του φωτορεπορτάζ.
Οι εικόνες του και η μνήμη του θα μείνουν ζωντανές, γιατί πολύ απλά ο θάνατος είναι πολύ μικρός και αδύναμος για να περιορίσει Ανθρώπους σαν τον Γιάννη, ανθρώπους με το Α κεφαλαίο.


